Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μολύβδαινα
μολών
μονόω
μόριμος
μορμύρω
μορόεις
μόρος
μόρσιμος
μορύσσω
μορφή
μόρφνος
μόσχος
μουνάξ
μοῦνος
μουνόω
Μοῦσα
μοχθέω
μοχθίζω
μοχλέω
μοχλός
μυδαλέος
View word page
μόρφνος
ὁ.
ShortDef
dusky, dark
Debugging
Headword:
μόρφνος
Headword (normalized):
μόρφνος
Headword (normalized/stripped):
μορφνος
IDX:
6514
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6515
Key:
Data
{'content': '<p>ὁ.</p>'}