Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μολοβρός
μολπή
μολύβδαινα
μολών
μονόω
μόριμος
μορμύρω
μορόεις
μόρος
μόρσιμος
μορύσσω
μορφή
μόρφνος
μόσχος
μουνάξ
μοῦνος
μουνόω
Μοῦσα
μοχθέω
μοχθίζω
μοχλέω
View word page
μορύσσω
Acc. pl. neut. pf. pple. pass. μεμορυψμένα.
ShortDef
to soil, stain, defile
Debugging
Headword:
μορύσσω
Headword (normalized):
μορύσσω
Headword (normalized/stripped):
μορυσσω
IDX:
6512
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6513
Key:
Data
{'content': '<p>Acc. pl. neut. pf. pple. pass. μεμορυψμένα.</p>'}