Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μόλιβος
μολοβρός
μολπή
μολύβδαινα
μολών
μονόω
μόριμος
μορμύρω
μορόεις
μόρος
μόρσιμος
μορύσσω
μορφή
μόρφνος
μόσχος
μουνάξ
μοῦνος
μουνόω
Μοῦσα
μοχθέω
μοχθίζω
View word page
μόρσιμος
[= μόριμος.]
ShortDef
appointed by fate, destined
Morsimus
Debugging
Headword:
μόρσιμος
Headword (normalized):
μόρσιμος
Headword (normalized/stripped):
μορσιμος
IDX:
6511
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6512
Key:
Data
{'content': '<p>[= μόριμος.]</p>'}