Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μοιχάγρια
μόλιβος
μολοβρός
μολπή
μολύβδαινα
μολών
μονόω
μόριμος
μορμύρω
μορόεις
μόρος
μόρσιμος
μορύσσω
μορφή
μόρφνος
μόσχος
μουνάξ
μοῦνος
μουνόω
Μοῦσα
μοχθέω
View word page
μόρος
-ου, ὁ.
ShortDef
man's appointed doom, fate, destiny
Debugging
Headword:
μόρος
Headword (normalized):
μόρος
Headword (normalized/stripped):
μορος
IDX:
6510
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6511
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}