Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μοι
μοῖρα
μοιρηγενής
μοιχάγρια
μόλιβος
μολοβρός
μολπή
μολύβδαινα
μολών
μονόω
μόριμος
μορμύρω
μορόεις
μόρος
μόρσιμος
μορύσσω
μορφή
μόρφνος
μόσχος
μουνάξ
μοῦνος
View word page
μόριμος
[μόρος.]
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μόριμος
Headword (normalized):
μόριμος
Headword (normalized/stripped):
μοριμος
IDX:
6507
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6508
Key:
Data
{'content': '<p>[μόρος.]</p>'}