Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μογοστόκος
μόθος
μοι
μοῖρα
μοιρηγενής
μοιχάγρια
μόλιβος
μολοβρός
μολπή
μολύβδαινα
μολών
μονόω
μόριμος
μορμύρω
μορόεις
μόρος
μόρσιμος
μορύσσω
μορφή
μόρφνος
μόσχος
View word page
μολών
aor. pple. βλώσκω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μολών
Headword (normalized):
μολών
Headword (normalized/stripped):
μολων
IDX:
6505
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6506
Key:
Data
{'content': '<p>aor. pple. βλώσκω.</p>'}