Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μόγος
μογοστόκος
μόθος
μοι
μοῖρα
μοιρηγενής
μοιχάγρια
μόλιβος
μολοβρός
μολπή
μολύβδαινα
μολών
μονόω
μόριμος
μορμύρω
μορόεις
μόρος
μόρσιμος
μορύσσω
μορφή
μόρφνος
View word page
μολύβδαινα

-ης, ἡ

[μόλυβδος = μόλιβος.]

ShortDef

a piece of lead

Debugging

Headword:
μολύβδαινα
Headword (normalized):
μολύβδαινα
Headword (normalized/stripped):
μολυβδαινα
IDX:
6504
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6505
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[μόλυβδος = μόλιβος.]</p>'}