Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μογέω
μόγις
μόγος
μογοστόκος
μόθος
μοι
μοῖρα
μοιρηγενής
μοιχάγρια
μόλιβος
μολοβρός
μολπή
μολύβδαινα
μολών
μονόω
μόριμος
μορμύρω
μορόεις
μόρος
μόρσιμος
μορύσσω
View word page
μολοβρός
ὁ.
ShortDef
a greedy fellow
Debugging
Headword:
μολοβρός
Headword (normalized):
μολοβρός
Headword (normalized/stripped):
μολοβρος
IDX:
6502
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6503
Key:
Data
{'content': '<p>ὁ.</p>'}