Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μνήσω
μνώοντο
μογέω
μόγις
μόγος
μογοστόκος
μόθος
μοι
μοῖρα
μοιρηγενής
μοιχάγρια
μόλιβος
μολοβρός
μολπή
μολύβδαινα
μολών
μονόω
μόριμος
μορμύρω
μορόεις
μόρος
View word page
μοιχάγρια

τά

[μοιχός, adulterer + ἄγρη. Spoils exacted from an adulterer.]

Compensation levied for adultery : μοιχάγριʼ ὀφέλλει Od. 8.332.

ShortDef

a fine imposed on one taken in adultery

Debugging

Headword:
μοιχάγρια
Headword (normalized):
μοιχάγρια
Headword (normalized/stripped):
μοιχαγρια
IDX:
6500
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6501
Key:

Data

{'content': '<p>τά</p> <p>[μοιχός, adulterer + ἄγρη. Spoils exacted from an adulterer.]</p> <p>Compensation levied for adultery : μοιχάγριʼ ὀφέλλει Od. 8.332.</p>'}