Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀγέρωχος
ἄγετε
ἄγη
ἄγη
ἀγηγέρατο
ἀγηνορίη
ἀγήνωρ
ἀγήραος
ἀγητός
ἀγινέω
ἀγκάζομαι
ἀγκαλίς
ἀγκάς
ἄγκιστρον
ἀγκλίνας
ἀγκοίνη
ἄγκος
ἀγκρεμάννυμι
ἀγκυλομήτης
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
View word page
ἀγκάζομαι

[ἀγκάς.]

ShortDef

to lift up in the arms

Debugging

Headword:
ἀγκάζομαι
Headword (normalized):
ἀγκάζομαι
Headword (normalized/stripped):
αγκαζομαι
IDX:
64
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.65
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀγκάς.]</p>'}