Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μνῆστις
μνηστύς
μνήσω
μνώοντο
μογέω
μόγις
μόγος
μογοστόκος
μόθος
μοι
μοῖρα
μοιρηγενής
μοιχάγρια
μόλιβος
μολοβρός
μολπή
μολύβδαινα
μολών
μονόω
μόριμος
μορμύρω
View word page
μοῖρα

-ης, ἡ.

ShortDef

a part, portion; fate

Debugging

Headword:
μοῖρα
Headword (normalized):
μοῖρα
Headword (normalized/stripped):
μοιρα
IDX:
6498
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6499
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ.</p>'}