Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μνήμων
μνήσαντο
μνησάσκετο
μνηστεύω
μνηστός
μνηστήρ
μνῆστις
μνηστύς
μνήσω
μνώοντο
μογέω
μόγις
μόγος
μογοστόκος
μόθος
μοι
μοῖρα
μοιρηγενής
μοιχάγρια
μόλιβος
μολοβρός
View word page
μογέω
[μόγος.]
ShortDef
to toil, suffer
Debugging
Headword:
μογέω
Headword (normalized):
μογέω
Headword (normalized/stripped):
μογεω
IDX:
6492
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6493
Key:
Data
{'content': '<p>[μόγος.]</p>'}