Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μίτος
μίτρη
μίχθη
μνάομαι
μνῆμα
μνημοσύνη
μνήμων
μνήσαντο
μνησάσκετο
μνηστεύω
μνηστός
μνηστήρ
μνῆστις
μνηστύς
μνήσω
μνώοντο
μογέω
μόγις
μόγος
μογοστόκος
μόθος
View word page
μνηστός

-ῆς

[as μνηστεύω.]

Wooed (and won), wedded.

Epithet of ἄλοχος Il. 7.246, Il. 9.399, 556, Il. 11.242 : Od. 1.36, Od. 11.177.

ShortDef

wooed and won, wedded

Debugging

Headword:
μνηστός
Headword (normalized):
μνηστός
Headword (normalized/stripped):
μνηστος
IDX:
6486
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6487
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆς</p> <p>[as μνηστεύω.]</p> <p>Wooed (and won), wedded.</p> <p>Epithet of ἄλοχος Il. 7.246, Il. 9.399, 556, Il. 11.242 : Od. 1.36, Od. 11.177.</p>'}