Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μισγάγκεια
μίγνυμι
μισέω
μισθός
μιστύλλω
μίτος
μίτρη
μίχθη
μνάομαι
μνῆμα
μνημοσύνη
μνήμων
μνήσαντο
μνησάσκετο
μνηστεύω
μνηστός
μνηστήρ
μνῆστις
μνηστύς
μνήσω
μνώοντο
View word page
μνημοσύνη

[as μνῆμα.]

A bearing in mind (in the sense of μιμνήσκω 2.b), thought or care for something : πυρός Il. 8.181.

ShortDef

Mnemosyne
remembrance, memory

Debugging

Headword:
μνημοσύνη
Headword (normalized):
μνημοσύνη
Headword (normalized/stripped):
μνημοσυνη
IDX:
6481
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6482
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[as μνῆμα.]</p> <p>A bearing in mind (in the sense of μιμνήσκω 2.b), thought or care for something : πυρός Il. 8.181.</p>'}