Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μίμνω
μιν
μινύθω
μίνυνθα
μινυνθάδιος
μινυρίζω
μῖξαι
μίξεσθαι
μισγάγκεια
μίγνυμι
μισέω
μισθός
μιστύλλω
μίτος
μίτρη
μίχθη
μνάομαι
μνῆμα
μνημοσύνη
μνήμων
μνήσαντο
View word page
μισέω

With infin., to dislike or shrink from the idea of something happening: μίσησέ μιν δηΐων κυσὶ κύρμα γενέσθαι Il. 17.272.

ShortDef

to hate

Debugging

Headword:
μισέω
Headword (normalized):
μισέω
Headword (normalized/stripped):
μισεω
IDX:
6473
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6474
Key:

Data

{'content': '<p>With infin., to dislike or shrink from the idea of something happening: μίσησέ μιν δηΐων κυσὶ κύρμα γενέσθαι Il. 17.272.</p>'}