Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μιμνάζω
μιμνήσκω
μίμνω
μιν
μινύθω
μίνυνθα
μινυνθάδιος
μινυρίζω
μῖξαι
μίξεσθαι
μισγάγκεια
μίγνυμι
μισέω
μισθός
μιστύλλω
μίτος
μίτρη
μίχθη
μνάομαι
μνῆμα
μνημοσύνη
View word page
μισγάγκεια

[μίσγω + ἄγκος.]

ShortDef

a place where mountain glens and their streams meet, a meeting of glens

Debugging

Headword:
μισγάγκεια
Headword (normalized):
μισγάγκεια
Headword (normalized/stripped):
μισγαγκεια
IDX:
6471
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6472
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[μίσγω + ἄγκος.]</p>'}