Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μίκτο
μιλτοπάρῃος
μιμνάζω
μιμνήσκω
μίμνω
μιν
μινύθω
μίνυνθα
μινυνθάδιος
μινυρίζω
μῖξαι
μίξεσθαι
μισγάγκεια
μίγνυμι
μισέω
μισθός
μιστύλλω
μίτος
μίτρη
μίχθη
μνάομαι
View word page
μῖξαι

aor. infin. μίσγω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μῖξαι
Headword (normalized):
μῖξαι
Headword (normalized/stripped):
μιξαι
IDX:
6469
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6470
Key:

Data

{'content': '<p>aor. infin. μίσγω.</p>'}