Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μιγάζομαι
μίγδα
μίγη
μιγήσεσθαι
μιήνῃ
μικρός
μίκτο
μιλτοπάρῃος
μιμνάζω
μιμνήσκω
μίμνω
μιν
μινύθω
μίνυνθα
μινυνθάδιος
μινυρίζω
μῖξαι
μίξεσθαι
μισγάγκεια
μίγνυμι
μισέω
View word page
μίμνω
[redup. fr. μν-, μεν-, μένω.]
Dat. pl. masc. pple. μιμνόντεσσι Il. 2.296.
(ἀνα-, ἐπι-, παρα-)
ShortDef
to stay, stand fast
Debugging
Headword:
μίμνω
Headword (normalized):
μίμνω
Headword (normalized/stripped):
μιμνω
IDX:
6463
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6464
Key:
Data
{'content': '<p>[redup. fr. μν-, μεν-, μένω.]</p> <p>Dat. pl. masc. pple. μιμνόντεσσι Il. 2.296.</p> <p>(ἀνα-, ἐπι-, παρα-)</p>'}