Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μιαιφόνος
μιάνθην
μιάνθησαν
μιαρός
μιγάζομαι
μίγδα
μίγη
μιγήσεσθαι
μιήνῃ
μικρός
μίκτο
μιλτοπάρῃος
μιμνάζω
μιμνήσκω
μίμνω
μιν
μινύθω
μίνυνθα
μινυνθάδιος
μινυρίζω
μῖξαι
View word page
μίκτο
3 sing. aor. pass. μίσγω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μίκτο
Headword (normalized):
μίκτο
Headword (normalized/stripped):
μικτο
IDX:
6459
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6460
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. pass. μίσγω.</p>'}