Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μήτρως
μηχανάομαι
μῆχος
μίᾶ
μιαίνω
μιαιφόνος
μιάνθην
μιάνθησαν
μιαρός
μιγάζομαι
μίγδα
μίγη
μιγήσεσθαι
μιήνῃ
μικρός
μίκτο
μιλτοπάρῃος
μιμνάζω
μιμνήσκω
μίμνω
μιν
View word page
μίγδα
[μιγ-, μίσγω.]
ShortDef
promiscuously, confusedly
Debugging
Headword:
μίγδα
Headword (normalized):
μίγδα
Headword (normalized/stripped):
μιγδα
IDX:
6454
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6455
Key:
Data
{'content': '<p>[μιγ-, μίσγω.]</p>'}