Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μητρώϊος
μήτρως
μηχανάομαι
μῆχος
μίᾶ
μιαίνω
μιαιφόνος
μιάνθην
μιάνθησαν
μιαρός
μιγάζομαι
μίγδα
μίγη
μιγήσεσθαι
μιήνῃ
μικρός
μίκτο
μιλτοπάρῃος
μιμνάζω
μιμνήσκω
μίμνω
View word page
μιγάζομαι

[μιγ-, μίσγω.]

ShortDef

to have intercourse

Debugging

Headword:
μιγάζομαι
Headword (normalized):
μιγάζομαι
Headword (normalized/stripped):
μιγαζομαι
IDX:
6453
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6454
Key:

Data

{'content': '<p>[μιγ-, μίσγω.]</p>'}