Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μητροπάτωρ
μητρυιή
μητρώϊος
μήτρως
μηχανάομαι
μῆχος
μίᾶ
μιαίνω
μιαιφόνος
μιάνθην
μιάνθησαν
μιαρός
μιγάζομαι
μίγδα
μίγη
μιγήσεσθαι
μιήνῃ
μικρός
μίκτο
μιλτοπάρῃος
μιμνάζω
View word page
μιάνθησαν

3 pl. aor. pass. μιαίνω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μιάνθησαν
Headword (normalized):
μιάνθησαν
Headword (normalized/stripped):
μιανθησαν
IDX:
6451
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6452
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. aor. pass. μιαίνω.</p>'}