Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μητιόεις
μητίομαι
μητιόωσι
μῆτις
μητίσομαι
μητροπάτωρ
μητρυιή
μητρώϊος
μήτρως
μηχανάομαι
μῆχος
μίᾶ
μιαίνω
μιαιφόνος
μιάνθην
μιάνθησαν
μιαρός
μιγάζομαι
μίγδα
μίγη
μιγήσεσθαι
View word page
μῆχος

τό.

ShortDef

a means, expedient, remedy

Debugging

Headword:
μῆχος
Headword (normalized):
μῆχος
Headword (normalized/stripped):
μηχος
IDX:
6446
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6447
Key:

Data

{'content': '<p>τό.</p>'}