Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μητιάω
μητίετα
μητιόεις
μητίομαι
μητιόωσι
μῆτις
μητίσομαι
μητροπάτωρ
μητρυιή
μητρώϊος
μήτρως
μηχανάομαι
μῆχος
μίᾶ
μιαίνω
μιαιφόνος
μιάνθην
μιάνθησαν
μιαρός
μιγάζομαι
μίγδα
View word page
μήτρως
ὁ.
ShortDef
a maternal uncle
Debugging
Headword:
μήτρως
Headword (normalized):
μήτρως
Headword (normalized/stripped):
μητρως
IDX:
6444
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6445
Key:
Data
{'content': '<p>ὁ.</p>'}