Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μήστωρ
μήτε
μήτηρ
μητιάω
μητίετα
μητιόεις
μητίομαι
μητιόωσι
μῆτις
μητίσομαι
μητροπάτωρ
μητρυιή
μητρώϊος
μήτρως
μηχανάομαι
μῆχος
μίᾶ
μιαίνω
μιαιφόνος
μιάνθην
μιάνθησαν
View word page
μητροπάτωρ

[μητρ-, μήτηρ + πατήρ.]

ShortDef

one's mother's father

Debugging

Headword:
μητροπάτωρ
Headword (normalized):
μητροπάτωρ
Headword (normalized/stripped):
μητροπατωρ
IDX:
6441
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6442
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[μητρ-, μήτηρ + πατήρ.]</p>'}