Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μηρύομαι
μήσατο
μήστωρ
μήτε
μήτηρ
μητιάω
μητίετα
μητιόεις
μητίομαι
μητιόωσι
μῆτις
μητίσομαι
μητροπάτωρ
μητρυιή
μητρώϊος
μήτρως
μηχανάομαι
μῆχος
μίᾶ
μιαίνω
μιαιφόνος
View word page
μῆτις
ἡ.
Dat. μήτι Il. 23.315, 316, 318 : Od. 13.299.
ShortDef
wisdom, counsel, cunning, craft
Debugging
Headword:
μῆτις
Headword (normalized):
μῆτις
Headword (normalized/stripped):
μητις
IDX:
6439
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6440
Key:
Data
{'content': '<p>ἡ.</p> <p>Dat. μήτι Il. 23.315, 316, 318 : Od. 13.299.</p>'}