Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μήν
μήνη
μηνιθμός
μήνιμα
μῆνις
μηνίω
μῆρα
μηρία
μήρινθος
μηρός
μηρύομαι
μήσατο
μήστωρ
μήτε
μήτηρ
μητιάω
μητίετα
μητιόεις
μητίομαι
μητιόωσι
μῆτις
View word page
μηρύομαι
[cf. μέρμις, μήρινθος.]
ShortDef
to draw up, furl
Debugging
Headword:
μηρύομαι
Headword (normalized):
μηρύομαι
Headword (normalized/stripped):
μηρυομαι
IDX:
6429
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6430
Key:
Data
{'content': '<p>[cf. μέρμις, μήρινθος.]</p>'}