Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μῆλοψ
μείς
μήν
μήνη
μηνιθμός
μήνιμα
μῆνις
μηνίω
μῆρα
μηρία
μήρινθος
μηρός
μηρύομαι
μήσατο
μήστωρ
μήτε
μήτηρ
μητιάω
μητίετα
μητιόεις
μητίομαι
View word page
μήρινθος
-ου, ἡ
[cf. μηρύομαι.]
ShortDef
a cord, line, string
Debugging
Headword:
μήρινθος
Headword (normalized):
μήρινθος
Headword (normalized/stripped):
μηρινθος
IDX:
6427
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6428
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, ἡ</p> <p>[cf. μηρύομαι.]</p>'}