Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μήκων
μηλέη
μηλοβοτήρ
μῆλον1
μῆλον2
μῆλοψ
μείς
μήν
μήνη
μηνιθμός
μήνιμα
μῆνις
μηνίω
μῆρα
μηρία
μήρινθος
μηρός
μηρύομαι
μήσατο
μήστωρ
μήτε
View word page
μήνιμα

τό

[μηνίω.]

ShortDef

a cause of wrath

Debugging

Headword:
μήνιμα
Headword (normalized):
μήνιμα
Headword (normalized/stripped):
μηνιμα
IDX:
6422
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6423
Key:

Data

{'content': '<p>τό</p> <p>[μηνίω.]</p>'}