Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μηκέτι
μήκιστος
μῆκος
μήκων
μηλέη
μηλοβοτήρ
μῆλον1
μῆλον2
μῆλοψ
μείς
μήν
μήνη
μηνιθμός
μήνιμα
μῆνις
μηνίω
μῆρα
μηρία
μήρινθος
μηρός
μηρύομαι
View word page
μήν

[cf. μάν, μέν.]

ShortDef

now verily, full surely
[month > μείς, μηνός]

Debugging

Headword:
μήν
Headword (normalized):
μήν
Headword (normalized/stripped):
μην
IDX:
6419
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6420
Key:

Data

{'content': '<p>[cf. μάν, μέν.]</p>'}