μήκιστος
[superl. fr. μῆκος.]
The tallest : τὸν μήκιστον κτάνον ἄνδρα Il. 6.155 : οὓς μηκίστους θρέψεν Od. 11.309.
In neut. pl. μήκιστα as adv., at long last, in the issue : τί νύ μοι μ. γένηται; Od. 5.299, 465.
[superl. fr. μῆκος.]
The tallest : τὸν μήκιστον κτάνον ἄνδρα Il. 6.155 : οὓς μηκίστους θρέψεν Od. 11.309.
In neut. pl. μήκιστα as adv., at long last, in the issue : τί νύ μοι μ. γένηται; Od. 5.299, 465.