Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μέχρἱς)
μή
μηδέ
μῆδος1
μῆδος2
μηδείς
μήδομαι
μηκάομαι
μηκάς
μηκέτι
μήκιστος
μῆκος
μήκων
μηλέη
μηλοβοτήρ
μῆλον1
μῆλον2
μῆλοψ
μείς
μήν
μήνη
View word page
μήκιστος

[superl. fr. μῆκος.]

The tallest : τὸν μήκιστον κτάνον ἄνδρα Il. 6.155 : οὓς μηκίστους θρέψεν Od. 11.309.

In neut. pl. μήκιστα as adv., at long last, in the issue : τί νύ μοι μ. γένηται; Od. 5.299, 465.

ShortDef

tallest

Debugging

Headword:
μήκιστος
Headword (normalized):
μήκιστος
Headword (normalized/stripped):
μηκιστος
IDX:
6410
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6411
Key:

Data

{'content': '<p>[superl. fr. μῆκος.]</p> <p>The tallest : τὸν μήκιστον κτάνον ἄνδρα Il. 6.155 : οὓς μηκίστους θρέψεν Od. 11.309.</p> <p>In neut. pl. μήκιστα as adv., at long last, in the issue : τί νύ μοι μ. γένηται; Od. 5.299, 465.</p>'}