Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μέτωπον
μευ
μέχρἱς)
μή
μηδέ
μῆδος1
μῆδος2
μηδείς
μήδομαι
μηκάομαι
μηκάς
μηκέτι
μήκιστος
μῆκος
μήκων
μηλέη
μηλοβοτήρ
μῆλον1
μῆλον2
μῆλοψ
μείς
View word page
μηκάς

-άδος

[μηκάομαι.]

Bleating.

Epithet of goats Il. 11.383, Il. 23.31 : Od. 9.124, 244 = 341.

ShortDef

the bleating one

Debugging

Headword:
μηκάς
Headword (normalized):
μηκάς
Headword (normalized/stripped):
μηκας
IDX:
6408
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6409
Key:

Data

{'content': '<p>-άδος</p> <p>[μηκάομαι.]</p> <p>Bleating.</p> <p>Epithet of goats Il. 11.383, Il. 23.31 : Od. 9.124, 244 = 341.</p>'}