μέτωπον
-ου, τό
[μετα-, μετα- 2 + ὦπα. The part between the eyes.]
The forehead or brow Il. 4.460 = Il. 7.10, Il. 13.615, Il. 15.102, Il. 16.798, Il. 23.396 : Il. 22.86, 94, 296.
In pl. : πασάων δʼ ὑπὲρ κάρη ἔχει ἠδὲ μέτωπα Od. 7.107.
Of a horse : ἐν μετώπῳ λευκὸν σῆμα τέτυκτο Il. 23.454.
The front (of a helmet) Il. 16.70.