Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μετέφη
μετέω
μετήορος
μετοίχομαι
μετοκλάζω
μετόπισθε
μετοχλίζω
μετρέω
μέτρον
μετώπιος
μέτωπον
μευ
μέχρἱς)
μή
μηδέ
μῆδος1
μῆδος2
μηδείς
μήδομαι
μηκάομαι
μηκάς
View word page
μέτωπον

-ου, τό

[μετα-, μετα- 2 + ὦπα. The part between the eyes.]

The forehead or brow Il. 4.460 = Il. 7.10, Il. 13.615, Il. 15.102, Il. 16.798, Il. 23.396 : Il. 22.86, 94, 296.

In pl. : πασάων δʼ ὑπὲρ κάρη ἔχει ἠδὲ μέτωπα Od. 7.107.

Of a horse : ἐν μετώπῳ λευκὸν σῆμα τέτυκτο Il. 23.454.

The front (of a helmet) Il. 16.70.

ShortDef

the space between the eyes, the brow, forehead

Debugging

Headword:
μέτωπον
Headword (normalized):
μέτωπον
Headword (normalized/stripped):
μετωπον
IDX:
6398
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6399
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, τό</p> <p>[μετα-, μετα- 2 + ὦπα. The part between the eyes.]</p> <p>The forehead or brow Il. 4.460 = Il. 7.10, Il. 13.615, Il. 15.102, Il. 16.798, Il. 23.396 : Il. 22.86, 94, 296.</p> <p>In pl. : πασάων δʼ ὑπὲρ κάρη ἔχει ἠδὲ μέτωπα Od. 7.107.</p> <p>Of a horse : ἐν μετώπῳ λευκὸν σῆμα τέτυκτο Il. 23.454.</p> <p>The front (of a helmet) Il. 16.70.</p>'}