Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μετέσσομαι
μετέσσυτο
μετέφη
μετέω
μετήορος
μετοίχομαι
μετοκλάζω
μετόπισθε
μετοχλίζω
μετρέω
μέτρον
μετώπιος
μέτωπον
μευ
μέχρἱς)
μή
μηδέ
μῆδος1
μῆδος2
μηδείς
μήδομαι
View word page
μέτρον
-ου, τό.
ShortDef
that by which anything is measured
Debugging
Headword:
μέτρον
Headword (normalized):
μέτρον
Headword (normalized/stripped):
μετρον
IDX:
6396
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6397
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, τό.</p>'}