Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μετέρχομαι
μετέσσομαι
μετέσσυτο
μετέφη
μετέω
μετήορος
μετοίχομαι
μετοκλάζω
μετόπισθε
μετοχλίζω
μετρέω
μέτρον
μετώπιος
μέτωπον
μευ
μέχρἱς)
μή
μηδέ
μῆδος1
μῆδος2
μηδείς
View word page
μετρέω

[μέτρον.]

(ἀνα-, δια-)

ShortDef

to measure in any way

Debugging

Headword:
μετρέω
Headword (normalized):
μετρέω
Headword (normalized/stripped):
μετρεω
IDX:
6395
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6396
Key:

Data

{'content': '<p>[μέτρον.]</p> <p>(ἀνα-, δια-)</p>'}