Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μετέπειτα
μετέρχομαι
μετέσσομαι
μετέσσυτο
μετέφη
μετέω
μετήορος
μετοίχομαι
μετοκλάζω
μετόπισθε
μετοχλίζω
μετρέω
μέτρον
μετώπιος
μέτωπον
μευ
μέχρἱς)
μή
μηδέ
μῆδος1
μῆδος2
View word page
μετοχλίζω

[μετ-, μετα- 6.]

3 sing. aor. opt. μετοχλίσσειε.

ShortDef

to remove by a lever, hoist

Debugging

Headword:
μετοχλίζω
Headword (normalized):
μετοχλίζω
Headword (normalized/stripped):
μετοχλιζω
IDX:
6394
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6395
Key:

Data

{'content': '<p>[μετ-, μετα- 6.]</p> <p>3 sing. aor. opt. μετοχλίσσειε.</p>'}