Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μετελθών
μετέμμεναι
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετέσσομαι
μετέσσυτο
μετέφη
μετέω
μετήορος
μετοίχομαι
μετοκλάζω
μετόπισθε
μετοχλίζω
μετρέω
μέτρον
μετώπιος
μέτωπον
μευ
μέχρἱς)
μή
μηδέ
View word page
μετοκλάζω

[μετ-, μετα- 7 + ὀκλάζω, to squat.]

To squat now on one ham now on the other Il. 13.281.

ShortDef

to keep changing from one knee to another

Debugging

Headword:
μετοκλάζω
Headword (normalized):
μετοκλάζω
Headword (normalized/stripped):
μετοκλαζω
IDX:
6392
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6393
Key:

Data

{'content': '<p>[μετ-, μετα- 7 + ὀκλάζω, to squat.]</p> <p>To squat now on one ham now on the other Il. 13.281.</p>'}