Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μετελεύσομαι
μετελθών
μετέμμεναι
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετέσσομαι
μετέσσυτο
μετέφη
μετέω
μετήορος
μετοίχομαι
μετοκλάζω
μετόπισθε
μετοχλίζω
μετρέω
μέτρον
μετώπιος
μέτωπον
μευ
μέχρἱς)
μή
View word page
μετοίχομαι
[μετ-, μετα- 1.]
ShortDef
to have gone after, to have gone in quest of
Debugging
Headword:
μετοίχομαι
Headword (normalized):
μετοίχομαι
Headword (normalized/stripped):
μετοιχομαι
IDX:
6391
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6392
Key:
Data
{'content': '<p>[μετ-, μετα- 1.]</p>'}