Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μετακιάθω
μετελεύσομαι
μετελθών
μετέμμεναι
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετέσσομαι
μετέσσυτο
μετέφη
μετέω
μετήορος
μετοίχομαι
μετοκλάζω
μετόπισθε
μετοχλίζω
μετρέω
μέτρον
μετώπιος
μέτωπον
μευ
μέχρἱς)
View word page
μετήορος
[μετ-, μετα- 2 + ἀείρω.]
ShortDef
lifted off the ground, hanging
Debugging
Headword:
μετήορος
Headword (normalized):
μετήορος
Headword (normalized/stripped):
μετηορος
IDX:
6390
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6391
Key:
Data
{'content': '<p>[μετ-, μετα- 2 + ἀείρω.]</p>'}