Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μετείω
μετακιάθω
μετελεύσομαι
μετελθών
μετέμμεναι
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετέσσομαι
μετέσσυτο
μετέφη
μετέω
μετήορος
μετοίχομαι
μετοκλάζω
μετόπισθε
μετοχλίζω
μετρέω
μέτρον
μετώπιος
μέτωπον
μευ
View word page
μετέω

subj. μέτειμι1.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετέω
Headword (normalized):
μετέω
Headword (normalized/stripped):
μετεω
IDX:
6389
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6390
Key:

Data

{'content': '<p>subj. μέτειμι1.</p>'}