Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μετεισάμενος
μέτεισι
μετείω
μετακιάθω
μετελεύσομαι
μετελθών
μετέμμεναι
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετέσσομαι
μετέσσυτο
μετέφη
μετέω
μετήορος
μετοίχομαι
μετοκλάζω
μετόπισθε
μετοχλίζω
μετρέω
μέτρον
μετώπιος
View word page
μετέσσυτο

3 sing. aor. μετασσεύομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετέσσυτο
Headword (normalized):
μετέσσυτο
Headword (normalized/stripped):
μετεσσυτο
IDX:
6387
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6388
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. μετασσεύομαι.</p>'}