Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μετεῖναι
μετεισάμενος
μέτεισι
μετείω
μετακιάθω
μετελεύσομαι
μετελθών
μετέμμεναι
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετέσσομαι
μετέσσυτο
μετέφη
μετέω
μετήορος
μετοίχομαι
μετοκλάζω
μετόπισθε
μετοχλίζω
μετρέω
μέτρον
View word page
μετέσσομαι
fut. μέτειμι1.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μετέσσομαι
Headword (normalized):
μετέσσομαι
Headword (normalized/stripped):
μετεσσομαι
IDX:
6386
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6387
Key:
Data
{'content': '<p>fut. μέτειμι1.</p>'}