Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μέτειμι
μετεῖναι
μετεισάμενος
μέτεισι
μετείω
μετακιάθω
μετελεύσομαι
μετελθών
μετέμμεναι
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετέσσομαι
μετέσσυτο
μετέφη
μετέω
μετήορος
μετοίχομαι
μετοκλάζω
μετόπισθε
μετοχλίζω
μετρέω
View word page
μετέρχομαι

[μετ-, μετα- 1, μετα- 3.]

Fut. μετελεύσομαι Il. 7.280.

3 sing. opt. μετέλθοι Od. 1.229.

Imp. μέτελθε Il. 21.422.

Pple. μετελθών Il. 4.539, Il. 5.456, 461, Il. 13.127, 351, Il. 14.334, Il. 16.487 : Od. 1.134, Od. 7.222.

ShortDef

to come

Debugging

Headword:
μετέρχομαι
Headword (normalized):
μετέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
μετερχομαι
IDX:
6385
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6386
Key:

Data

{'content': '<p>[μετ-, μετα- 1, μετα- 3.]</p> <p>Fut. μετελεύσομαι Il. 7.280.</p> <p>3 sing. opt. μετέλθοι Od. 1.229.</p> <p>Imp. μέτελθε Il. 21.422.</p> <p>Pple. μετελθών Il. 4.539, Il. 5.456, 461, Il. 13.127, 351, Il. 14.334, Il. 16.487 : Od. 1.134, Od. 7.222.</p>'}