μετέρχομαι
[μετ-, μετα- 1, μετα- 3.]
Fut. μετελεύσομαι Il. 7.280.
3 sing. opt. μετέλθοι Od. 1.229.
Imp. μέτελθε Il. 21.422.
Pple. μετελθών Il. 4.539, Il. 5.456, 461, Il. 13.127, 351, Il. 14.334, Il. 16.487 : Od. 1.134, Od. 7.222.