Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μετέθηκε
μετείην
μέτειμι
μέτειμι
μετεῖναι
μετεισάμενος
μέτεισι
μετείω
μετακιάθω
μετελεύσομαι
μετελθών
μετέμμεναι
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετέσσομαι
μετέσσυτο
μετέφη
μετέω
μετήορος
μετοίχομαι
μετοκλάζω
View word page
μετελθών

aor. pple. μετέρχομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετελθών
Headword (normalized):
μετελθών
Headword (normalized/stripped):
μετελθων
IDX:
6382
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6383
Key:

Data

{'content': '<p>aor. pple. μετέρχομαι.</p>'}