Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μετάφημι
μεταφράζω
μετάφρενον
μεταφωνέω
μετέασι
μετεῖπον
μετέῃσι
μετέθηκε
μετείην
μέτειμι
μέτειμι
μετεῖναι
μετεισάμενος
μέτεισι
μετείω
μετακιάθω
μετελεύσομαι
μετελθών
μετέμμεναι
μετέπειτα
μετέρχομαι
View word page
μέτειμι
[μετ-, μετα- 1 + εἶμι.]
1 sing. μέτειμι Il. 7.341.
3 sing. μέτεισι Il. 13.298.
ShortDef
be among; (+dat and gen) have a share in
go among, go after
Debugging
Headword:
μέτειμι
Headword (normalized):
μέτειμι
Headword (normalized/stripped):
μετειμι
IDX:
6375
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6376
Key:
Data
{'content': '<p>[μετ-, μετα- 1 + εἶμι.]</p> <p>1 sing. μέτειμι Il. 7.341.</p> <p>3 sing. μέτεισι Il. 13.298.</p>'}