Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μεταπαυσωλή
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μετασπόμενος
μετασπών
μέτασσαι
μετασσεύομαι
μεταστένω
μεταστήσω
μεταστοιχί
μεταστρέφω
μετατίθημι
μετατρέπομαι
μετατροπαλίζομαι
μεταυδάω
μετάφημι
μεταφράζω
μετάφρενον
μεταφωνέω
μετέασι
μετεῖπον
View word page
μεταστρέφω

[μετα- 6.]

2 sing. fut. μεταστρέψεις Il. 15.203.

3 sing. aor. subj. μεταστρέψῃ Il. 10.107.

3 pl. μεταστρέψωσι Od. 2.67.

3 sing. opt. μεταστρέψειε Il. 15.52.

Aor. pple. pass. μεταστρεφθείς,έντος Il. 8.258, Il. 11.447, 595, Il. 13.545, Il. 15.591, Il. 17.114, 732.

ShortDef

to turn about, turn round, turn

Debugging

Headword:
μεταστρέφω
Headword (normalized):
μεταστρέφω
Headword (normalized/stripped):
μεταστρεφω
IDX:
6360
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6361
Key:

Data

{'content': '<p>[μετα- 6.]</p> <p>2 sing. fut. μεταστρέψεις Il. 15.203.</p> <p>3 sing. aor. subj. μεταστρέψῃ Il. 10.107.</p> <p>3 pl. μεταστρέψωσι Od. 2.67.</p> <p>3 sing. opt. μεταστρέψειε Il. 15.52.</p> <p>Aor. pple. pass. μεταστρεφθείς,έντος Il. 8.258, Il. 11.447, 595, Il. 13.545, Il. 15.591, Il. 17.114, 732.</p>'}