Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μετακλίνω
μεταλλάω
μεταλλήγω
μετάλμενος
μετάζιος
μεταμίσγω
μεταμώνιος
μετανάστης
μετανίσ̔σ̓ομαι
μεταξύ
μεταπαύομαι
μεταπαυσωλή
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μετασπόμενος
μετασπών
μέτασσαι
μετασσεύομαι
μεταστένω
μεταστήσω
μεταστοιχί
View word page
μεταπαύομαι
[μετα- 7.]
To give oneself intervals of rest : μεταπαυόμενοι μάχοντο Il. 17.373.
ShortDef
to rest between-whiles
Debugging
Headword:
μεταπαύομαι
Headword (normalized):
μεταπαύομαι
Headword (normalized/stripped):
μεταπαυομαι
IDX:
6349
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6350
Key:
Data
{'content': '<p>[μετα- 7.]</p> <p>To give oneself intervals of rest : μεταπαυόμενοι μάχοντο Il. 17.373.</p>'}