Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μεταΐζω
μεταΐσσω
μετακλαίω
μετακλίνω
μεταλλάω
μεταλλήγω
μετάλμενος
μετάζιος
μεταμίσγω
μεταμώνιος
μετανάστης
μετανίσ̔σ̓ομαι
μεταξύ
μεταπαύομαι
μεταπαυσωλή
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μετασπόμενος
μετασπών
μέτασσαι
μετασσεύομαι
View word page
μετανάστης

[μετα- 6 + νασ-, ναίω1.]

One who has changed his home, an exile, an outcast : ὡς εἴ τινα μετανάστην Il. 9.648 = Il. 16.59.

ShortDef

one who has changed his home, a wanderer, immigrant

Debugging

Headword:
μετανάστης
Headword (normalized):
μετανάστης
Headword (normalized/stripped):
μεταναστης
IDX:
6346
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6347
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[μετα- 6 + νασ-, ναίω1.]</p> <p>One who has changed his home, an exile, an outcast : ὡς εἴ τινα μετανάστην Il. 9.648 = Il. 16.59.</p>'}