μεταμώνιος
App., of none effect, coming to nothing, vain, idle, or the like : τὰ πάντα θεοὶ μεταμώνια θεῖεν Il. 4.363. Cf. Od. 2.98 = Od. 19.143 = Od. 24.133.–
Absol. : μεταμώνια βάζεις Od. 18.332=392.
App., of none effect, coming to nothing, vain, idle, or the like : τὰ πάντα θεοὶ μεταμώνια θεῖεν Il. 4.363. Cf. Od. 2.98 = Od. 19.143 = Od. 24.133.–
Absol. : μεταμώνια βάζεις Od. 18.332=392.