Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μεταδόρπιος
μεταδρομάδην
μεταΐζω
μεταΐσσω
μετακλαίω
μετακλίνω
μεταλλάω
μεταλλήγω
μετάλμενος
μετάζιος
μεταμίσγω
μεταμώνιος
μετανάστης
μετανίσ̔σ̓ομαι
μεταξύ
μεταπαύομαι
μεταπαυσωλή
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μετασπόμενος
μετασπών
View word page
μεταμίσγω

[μετα- 3.]

1 pl. fut. μεταμίξομεν Od. 22.221.

To throw into one mass or sum with, lump with.

With dat. : κτήματα τοῖσιν Ὀδυσσῆος Od. 22.221.

To set or place among other objects : δαΐδας μετέμισγον Od. 18.310.

ShortDef

mix among

Debugging

Headword:
μεταμίσγω
Headword (normalized):
μεταμίσγω
Headword (normalized/stripped):
μεταμισγω
IDX:
6344
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6345
Key:

Data

{'content': '<p>[μετα- 3.]</p> <p>1 pl. fut. μεταμίξομεν Od. 22.221.</p> <p>To throw into one mass or sum with, lump with.</p> <p>With dat. : κτήματα τοῖσιν Ὀδυσσῆος Od. 22.221.</p> <p>To set or place among other objects : δαΐδας μετέμισγον Od. 18.310.</p>'}